Γονική υπερπροστατευτικότητα - Μέρος 1ο
Η Μέηζι είναι ένα κορίτσι 6 ετών και 8 μηνών που παραπέμφθηκε στην κλινική μας για αξιολόγηση Εργοθεραπείας. Διαβάζοντας τον φάκελό της, όπως κάνω πάντα πριν από τις αξιολογήσεις, δεν διακρίνω να έχει διαγνωστεί ή να λαμβάνει κάποια ειδική μεταχείριση στο σχολείο της, ούτε να έχει μαθησιακές δυσκολίες ή δυσκολίες στις βασικές δραστηριότητες καθημερινής ζωής. Η μόνη ανησυχία από την πλευρά των γονέων και των δασκάλων της είναι το άγχος. Συγκεκριμένα, διαβάζω για άγχος αποχωρισμού από τους γονείς (την μαμά ειδικότερα), συγκεκριμένες φοβίες (νομίζει πως υπάρχουν έντομα στο δωμάτιό της) και φόβος να μένει μόνη της τα βράδια, κατά συνέπεια πολλές φορές να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με τους γονείς της. Και σκέφτομαι "Γιατί αυτό το κορίτσι παραπέμφθηκε για αξιολόγηση Εργοθεραπείας;"
Συναντώ την Μέηζι στην κλινική, έχω μια γρήγορη συνομιλία με τους γονείς της (η μαμά και ο μπαμπάς ήταν και οι δύο παρόντες) οι οποίοι με ενημερώνουν ότι θέλουν απλώς να αποκλείσουν την πιθανότητα η κόρη τους να παρουσιάζει κάποιες υποκείμενες αισθητηριακές ή κινητικές δυσκολίες που επηρεάζουν τη συναισθηματική της ρύθμιση ώστε στη συνέχεια να επικεντρωθούν στο ψυχολογικό κομμάτι περισσότερο - πράγμα που σημαίνει ότι η Μέηζι θα αξιολογηθεί και από ψυχολόγο στη συνέχεια.
Λοιπόν, η αξιολόγηση κύλησε σχετικά εύκολα. Η Μέηζι ακολούθησε όλες τις οδηγίες και ολοκλήρωσε όλες τις σταθμισμένες αξιολογήσεις χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες και μάλιστα με ικανοποιητική επίδοση για την ηλικία της. Ωστόσο, κοιτάζοντας το βίντεο της αξιολόγησης λίγες ώρες αργότερα, για να κάνω την κλινική μου ανάλυση και να αρχίσω να γράφω την αναφορά της, συνειδητοποίησα ότι υπήρξε μια σημαντική στιγμή που, ευτυχώς, καταγράφηκε στο βίντεο, και που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε αυτές τις ανησυχίες των γονέων και των δασκάλων που διάβασα στα ερωτηματολόγια πριν από την αξιολόγηση γύρω από το άγχος αποχωρισμού.
Υπήρξε λοιπόν αυτή η στιγμή που ζητήθηκε από την Μέηζι να αντιγράψει κάποιες κινήσεις μου (σε ένα από τα τέστ των σταθμισμένων κλινικών παρατηρήσεων της Δρ Τζην ‘Ερς) και φάνηκε πως παρότι προσπαθούσε με επιμονή, δυσκολευόταν να συντονίσει τις κινήσεις που εμπλέκονται για να αγγίξει τα δάχτυλά της με τον αντίχειρά της με διαδοχικό τρόπο, χρησιμοποιώντας το ένα χέρι μόνο ή και με τα δύο χέρια μαζί. Της το έδειξα άλλη μια φορά και πάλι απέτυχε να το ολοκληρώσει με τη σωστή ακολουθία που το παρατήρησε, αλλά δεν τα παρατούσε και προσπάθησε πολλές φορές να διορθώσει τις κινήσεις της καθώς αντιλαμβανόταν από μόνη της πως κάτι δεν έκανε καλά.
Γύρισα την πλάτη μου να γράψω μερικές σημειώσεις στα χαρτιά μου, και η κάμερα έπιασε τη Μέηζι να ρίχνει αρχικά μια ‘κλεφτή’ ματιά στην αντίδραση της μαμάς της μετά από αυτή τη "μικρή" αποτυχία. Φάνηκε λοιπόν πως η μαμά της λυπήθηκε λίγο για την αποτυχία της κόρης της, αμέσως άνοιξε τα χέρια της έτσι ώστε η Μέηζι να βρει παρηγοριά στην αγκαλιά της και παρόλο που αρχικά η Μέηζι φαινόταν να είναι εντάξει με τη «μικρή» αποτυχία της, οι εκφράσεις του προσώπου της άλλαξαν εντελώς όταν είδε την πλατιά ανοιχτή αγκαλιά της μαμάς της που ήταν έτοιμη εκεί για εκείνη. Έτσι, η Μέηζι ξέσπασε σε κλάματα και έτρεξε στη μαμά της. Αυτή αγκαλιά κράτησε περίπου 2 λεπτά μέχρι να τελειώσει, και μετά από αυτό η Μέηζι δυσκολεύτηκε πολύ να ξαναεπιστρέψει και να ολοκληρώσει μερικά τελευταία τεστς που είχαν μείνει πριν από το τέλος της αξιολόγησης.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, έδειξα αυτή τη στιγμή του βίντεο της αξιολόγησης στην Ελίζαμπεθ, την επικεφαλής ψυχολόγο της κλινικής μας, και βρεθήκαμε μαζί τώρα να αναρωτιόμαστε, τί διαφορετικό θα μπορούσε να έχει κάνει αυτή η μαμά για να μην «ταΐσει» αυτό το συναισθηματικό ξέσπασμα.
Να συγκρατούσε ανέκφραστο το πρόσωπό της;
Να έκανε μία χειρονομία προς την Μέηζι ή να της έλεγε πως ‘όλα είναι καλά’;
Να προσποιούταν ότι δεν πρόσεχε και ότι έκανε κάτι άλλο;
Ή τελικά το ότι ακολούθησε το γονικό της ένστικτο ανοίγοντας την αγκαλιά της στο παιδί της ήταν το σωστό που έπρεπε να πράξει στην συγκεκριμένη στιγμή;