Μαριχουάνα και εγκέφαλος
Η φαρμακευτική χρήση του φυτού μαριχουάνα (που ονομάζεται Cannabis Sativa), χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πριν. Αρχαίοι πολιτισμοί- συμπεριλαμβανομένων τόσο των ελληνικών (Ηρόδοτος) όσο και των ρωμαϊκών κοινωνιών στην Ευρώπη, καθώς και των ινδικών και κινεζικών πολιτισμών στην Ασία - εκτιμούσαν ότι αυτό το φυτό ήταν ικανό να παράγει χαλάρωση, ευφορία και μια σειρά από άλλες ψυχοφαρμακολογικές δράσεις.
Στους πιο πρόσφατους χρόνους, ενώ η φαρμακευτική χρήση μαριχουάνας έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό (αν και παραμένει χρήσιμη για την ανακούφιση των συμπτωμάτων των ασθενών με καρκίνο τελικού σταδίου), η ψυχαγωγική χρήση μαριχουάνας έχει γίνει τόσο δημοφιλής που ορισμένες κοινωνίες έχουν αποποινικοποιήσει τη χρήση της.
Η κατανόηση των εγκεφαλικών μηχανισμών που διέπουν τις δράσεις της μαριχουάνας προωθήθηκαν από την ανακάλυψη ότι ένα κανναβινοειδές, η Δ-τετραϋδροκανναβινόλη (THC) (pic3) είναι το βασικό δραστικό συστατικό της μαριχουάνας. Αυτό το εύρημα οδήγησε στην ανάπτυξη συνθετικών παραγώγων, όπως το WIN 55,212-2 και το rimonabant*, που έχουν χρησιμεύσει ως πολύτιμα εργαλεία για τη διερεύνηση των εγκεφαλικών δράσεων του THC.
*Το Rimonabant είναι μία ανορεκτική φαρμακευτική ουσία, της οποίας η κύρια επίδραση είναι η μείωση της όρεξης στη λήψη τροφής.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι υποδοχείς για αυτά τα κανναβινοειδή υπάρχουν στον εγκέφαλο και παρουσιάζουν σημαντικές περιφερειακές διακυμάνσεις στην κατανομή, καθώς εμπλουτίζονται ιδιαίτερα στις περιοχές του εγκεφάλου, όπως η μέλαινα ουσία και το neostriatum (caudate nucleus & putamen), τα οποία συνδέονται με τη χρήση ναρκωτικών.
Η παρουσία αυτών των υποδοχέων εγκεφάλου για κανναβινοειδή οδήγησε με τη σειρά της σε αναζήτηση ενδογενών κανναβινοειδών ενώσεων στον εγκέφαλο, με αποκορύφωμα την ανακάλυψη ενδοκανναβινοειδών όπως το 2-AG και η ανανδαμίδη. Αυτή η πορεία ανακάλυψης παραλληλίζεται στενά με την ταυτοποίηση ενδογενών οπιοειδών πεπτιδίων, η οποία προέκυψε από την αναζήτηση ενδογενών ενώσεων που ομοιάζουν με τη μορφίνη στον εγκέφαλο.
Δεδομένου ότι η THC αλληλεπιδρά με τους υποδοχείς ενδοκανναβινοειδών του εγκεφάλου, ιδιαίτερα με τον υποδοχέα κανναβινοειδών 1CB1, είναι πιθανό ότι τέτοιες ενέργειες είναι υπεύθυνες για τις αλλαγές στην συμπεριφορά μετά την χρήση μαριχουάνας. Πράγματι, πολλές από τις καλά τεκμηριωμένες επιδράσεις της μαριχουάνας συνάδουν με την κατανομή και τις δράσεις των υποδοχέων CB1 του εγκεφάλου.
Για παράδειγμα, οι επιδράσεις της μαριχουάνας στην αντίληψη θα μπορούσαν να οφείλονται στους υποδοχείς CB1 στον νεοφλοιό, στις επιδράσεις στον ψυχοκινητικό έλεγχο λόγω των υποδοχέων ενδοκανναβινοειδών στα βασικά γάγγλια και την παρεγκεφαλίδα, στις επιδράσεις στη βραχυπρόθεσμη μνήμη λόγω των υποδοχέων κανναβινοειδών στον ιππόκαμπο και στις γνωστές επιδράσεις της μαριχουάνας στην τόνωση της όρεξης λόγω υποθαλαμικών δράσεων.
Ενώ οι επίσημοι δεσμοί μεταξύ αυτών των συμπεριφορικών συνεπειών της μαριχουάνας και των υποκείμενων εγκεφαλικών μηχανισμών εξακολουθούν να σφυρηλατούνται, μελέτες για τις δράσεις αυτού του φαρμάκου έχουν ρίξει ουσιαστικό φως σε βασικούς συναπτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι υπόσχονται να αποσαφηνίσουν περαιτέρω τον τρόπο δράσης ενός από τα πιο δημοφιλή φάρμακα στον κόσμο.
Βιβιλιογραφία
Chakravarti, B., Ravi, J., & Ganju, R. K. (2014). Cannabinoids as therapeutic agents in cancer: current status and future implications. Oncotarget, 5(15), 5852.
Freund, T. F., Katona, I., & Piomelli, D. (2003). Role of endogenous cannabinoids in synaptic signaling. Physiological reviews.
Iversen, L. (2003). Cannabis and the brain. Brain, 126(6), 1252-1270.
Neuroscience, Fifth Edition by Dale Purves, George J. Augustine, David Fitzpatrick, William 5th (fifth) Edition